πριμουλίδες

πριμουλίδες
Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, που περιλαμβάνει 28 γένη και 800 είδη, από τα οποία περίπου 400 υπάγονται στο γένος πρίμουλα. Συνήθως είναι πόες με ωραία εμφάνιση και άνθη, που καλλιεργούνται συχνά ως καλλωπιστικά φυτά· είναι διαδεδομένα κυρίως στις εύκρατες περιοχές του βορείου ημισφαιρίου. Οι Π. έχουν συνήθως φύλλα κατά παράρριζο ρόδακα και άνθη σωληνοειδή με έλασμα στεφάνη χωρισμένο σε 5 λοβούς· τα άνθη φέρονται σε ανθοφόρα στελέχη, που άλλοτε είναι κοντά, άλλοτε ψηλά, μοναχικά (κυκλάμινο) ή κατά στάδια (πρίμουλα). Το γνωστότερο και πιο κοινό είδος είναι η πρίμουλα η άκαυλη, που φυτρώνει μόνη της παντού στην Ελλάδα και έχει άνθη πάνω σε κοντό στέλεχος, κίτρινα - θειόχροα, με πλατύ έλασμα στεφάνης. Άλλα συγγενή είδη των ορεινών περιοχών είναι: πρίμουλα η φαρμακευτική ή εαρινή, με άνθη έντονα κίτρινα· πρίμουλα η αλευρώδης, με άνθη ροζ και φύλλα λευκοπράσινα, κοινή στις βαλτώδεις περιοχές· πρίμουλα το ωτίο, με φύλλα σαρκώδη και άνθη κατά σκιάδια, που φυτρώνει στα ασβεστώδη εδάφη· πρίμουλα η δασεία, με άνθη πορφυρά και φύλλα εριώδη, με μικρούς αδένες· πρίμουλα η μικροσκοπική, με άνθη ρόδινα, των ψηλών ορέων. Από τα εξωτικά είδη, αξιόλογα είναι: η πρίμουλα η σινική (Κίνα), πρίμουλα η ομπκόνικα (βορειοανατολική Ασία), πρίμουλα η σιεμπόλδια (Ιαπωνία και ανατολική Σιβηρία). Το γένος κυκλάμινο περιλαμβάνει είδη που χρησιμοποιούνται πολύ στην ανθοκομία, όπως, για παράδειγμα, το είδος κυκλάμινο το περσικό, με μεγάλα άνθη και κυκλάμινο το ευρωπαίο, με μικρά άνθη, ανοιχτά κόκκινα, εύοσμα· είναι κοινό σε αλπικές κοιλάδες των δροσερών δασών. Τα κυκλάμινα έχουν κονδύλους σφαιρικούς - πεπλατυσμένους, τα άνθη τους έχουν έλασμα στεφάνης 5μερές, που κυρτώνεται προς τα πίσω, και οι καρποί τους, μετά την ωρίμαση, σπρώχνονται προς την επιφάνεια του εδάφους, από τους επιμήκεις ανθοφόρους ποδίσκους, που ελίσσονται σπειροειδώς. Άλλο γένος, τυπικό της οικογένειας των Π., είναι το γένος ανδρόσακες, διαδεδομένο στην Ευρώπη, στην Ασία, στη Δυτική Αμερική και περιλαμβάνει είδη χαρακτηριστικά των αλπικών περιοχών· τα άνθη του κοινότερου είδους των αλπικών βράχων (ανδρόσακες το σαρκόχρωμο) είναι πολύ μικρά, ρόδινα και ξεχωρίζουν πάνω στο πράσινο των φύλλων των φυτών που είναι ριζωμένα στους βράχους. Άλλοι Π., πολύ κομψοί, είναι οι λυσιμαχίες· η λυσιμαχία η κερματόφυλλη, με μικρά κίτρινα άνθη και φύλλα στρογγυλά, είναι κοινή στις όχθες των αυλάκων της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας· η λυσιμαχία η κοινή, αυτοφυής σε υγρούς τόπους και όχθες ποταμών - αυλάκων της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας, έχει βλαστό όρθιο, ύψους περίπου ένα μ. και άνθη κίτρινα. Πρίμουλα η ομπκόνικα. Πριμουλίδες. λυσιμαχία η κοινή.
* * *
οι, Ν
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη πριμουλώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. primulaceae < νεολατ, primula (veris) «αυτό που γεννιέται πρώτο την άνοιξη» < λατ. primulus, υποκορ. του primus «πρώτος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δωδεκάθεος — ο (AM δωδεκάθεος, ον) το ουδ. ως ουσ. 1. το δωδεκάθεο περιληπτικά οι δώδεκα θεοί 2. ονομασία ποώδους φυτού τής οικογένειας πριμουλίδες αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους δώδεκα θεούς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δωδεκάθεον ναός τών δώδεκα θεών… …   Dictionary of Greek

  • κυκλάμινο — (Cyclamen). Γένος φυτών της οικογένειας των πριμουλιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περίπου 19 είδη. Πρόκειται για ετήσιες, κονδυλόρριζες πόες, μικρού ύψους, με σφαιρικό κόνδυλο, νεφροειδή ή καρδιοειδή φύλλα με πρωτότυπες αποχρώσεις και …   Dictionary of Greek

  • λυσιμαχία — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πριμουλίδες και που περιλαμβάνει 200 περίπου είδη πολυετών ποωδών φυτών τών εύκρατων και υποτροπικών περιοχών τής Ευρώπης, τής Ασίας και τής Βόρειας Αμερικής. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • πρίμουλα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πριμουλίδες τής τάξης πριμουλώδη, το οποίο έχει 500 περίπου είδη που απαντούν κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο, από τα οποία στην Ελλάδα είναι αυτοφυή τρία είδη, γνωστά με τις… …   Dictionary of Greek

  • πριμαβεροζίτης — ο, Ν (βιοχ.) ετεροζίτης τών φυτών τών οικογενειών πριμουλίδες και ερεικίδες, ο οποίος, υπό την επίδραση τού ενζύμου πριμαβεροσιδάση, παράγει ένα αιθέριο έλαιο, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία …   Dictionary of Greek

  • σολδανέλ(λ)α — η, Ν βοτ. γένος πολυετών ποωδών αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πριμουλίδες τής τάξης πριμουλώδη, με 8 είδη, ιθαγενή τής Ευρώπης, ορισμένα από τα οποία καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. soldanella] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”